υβρίδια — Ζώα ή φυτά που προέρχονται από γονείς οι οποίοι ανήκουν σε διαφορετικά είδη. Τα μουλάρια, π.χ., είναι υ. γιατί προέρχονται από τη διασταύρωση θηλυκών αλόγων με αρσενικούς γαϊδάρους ή αρσενικών αλόγων με θηλυκούς γαϊδάρους. Η διασταύρωση… … Dictionary of Greek
συγκρητισμός — Όρος τον οποίο χρησιμοποιεί ο Πλούταρχος για να χαρακτηρίσει το «κοινό μέτωπο των Κρητών» (οι οποίοι βρίσκονταν διαρκώς σε διαμάχη μεταξύ τους, αλλά ενώνονται εναντίον των ξένων). Τον χρησιμοποίησε στην εποχή του ο Έρασμος (μαζί με άλλους όρους,… … Dictionary of Greek
υβριδίωση — και υβριδοποίηση, η, Ν βιολ. υβριδισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. hybridization < hybrid (βλ. υβρίδιο) + κατάλ. ization] … Dictionary of Greek
υβριδικός — ή, ό, Ν [υβρίδιο] 1. βιολ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο υβρίδιο 2. (κατ επέκτ.) αυτός που είναι μικτού τύπου, μικτός 3. φρ. α) «υβριδική ζώνη» βιολ. γεωγραφική περιοχή η οποία αποτελεί χώρο αλληλοεπικάλυψης δύο γειτονικών πληθυσμών, υποειδών … Dictionary of Greek
εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… … Dictionary of Greek
Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… … Dictionary of Greek