υβριδισμός

υβριδισμός
ο, και υβριδίωση, η, Ν
1. βιολ. οι φυσικές ή τεχνητές διεργασίες που οδηγούν στον σχηματισμό ενός υβριδίου
2. χημ. θεωρία η οποία επιτρέπει την ποιοτική και ποσοτική περιγραφή ορισμένων ομοιοπολικών δεσμών και η οποία προβλέπει την αντικατάσταση ορισμένου αριθμού απλών ατομικών τροχιακών ενός ατόμου από ισάριθμα υβριδικά τροχιακά
3. φρ. «κυτταρικός υβριδισμός»
βιολ. πειραματική διαδικασία η οποία επιτρέπει τον πολλαπλασιασμό, μέσα στο ίδιο κύτταρο, δύο πυρήνων που προέρχονται από διαφορετικά ζωικά είδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. hybridism < hybrid (βλ. υβρίδιο) + -ism].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υβρίδια — Ζώα ή φυτά που προέρχονται από γονείς οι οποίοι ανήκουν σε διαφορετικά είδη. Τα μουλάρια, π.χ., είναι υ. γιατί προέρχονται από τη διασταύρωση θηλυκών αλόγων με αρσενικούς γαϊδάρους ή αρσενικών αλόγων με θηλυκούς γαϊδάρους. Η διασταύρωση… …   Dictionary of Greek

  • συγκρητισμός — Όρος τον οποίο χρησιμοποιεί ο Πλούταρχος για να χαρακτηρίσει το «κοινό μέτωπο των Κρητών» (οι οποίοι βρίσκονταν διαρκώς σε διαμάχη μεταξύ τους, αλλά ενώνονται εναντίον των ξένων). Τον χρησιμοποίησε στην εποχή του ο Έρασμος (μαζί με άλλους όρους,… …   Dictionary of Greek

  • υβριδίωση — και υβριδοποίηση, η, Ν βιολ. υβριδισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. hybridization < hybrid (βλ. υβρίδιο) + κατάλ. ization] …   Dictionary of Greek

  • υβριδικός — ή, ό, Ν [υβρίδιο] 1. βιολ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο υβρίδιο 2. (κατ επέκτ.) αυτός που είναι μικτού τύπου, μικτός 3. φρ. α) «υβριδική ζώνη» βιολ. γεωγραφική περιοχή η οποία αποτελεί χώρο αλληλοεπικάλυψης δύο γειτονικών πληθυσμών, υποειδών …   Dictionary of Greek

  • εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… …   Dictionary of Greek

  • Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”